βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
παραφωτίδα — η ναυτ. καθένα από τα κυκλικά ανοίγματα στα πλευρά τού πλοίου που χρησιμεύουν για αερισμό και φωτισμό τών εσωτερικών χώρων, κν. φινιστρίνι, γυαλί τής μπάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φως, φωτός + επίθημα ίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
φιλιστρίνι — το, Ν ναυτ. βλ. φινιστρίνι … Dictionary of Greek
φινέστρα — η, Ν το φινιστρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finestra «παράθυρο»] … Dictionary of Greek
φινεστρίνι — το, Ν βλ. φινιστρίνι … Dictionary of Greek
φιλιστρίνι — φιλιστρίνι, το και φινέστρα, η και φινεστρίνι, το και φινιστρίνι, το (λ. ιταλ.), κυκλικό ή ημικυκλικό παραθυράκι αερισμού και φωτισμού στις καμπίνες των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)